- ζιαφέτι
- το пирушка, попойка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζιαφέτι — το συμπόσιο, ευωχία, φαγοπότι, γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ziyafet] … Dictionary of Greek